- μακρομύτης
- α, ικο длинноносый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μακρομύτης — α, ικο (Μ μακρομύτης και μακρυμύτης, α, ικο) αυτός που έχει μακριά μύτη … Dictionary of Greek
μακρ(ο)- — (AM μακρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. μακρός, ά, όν ή στο επίρρ. μακρῶς και σημαίνει ότι το δηλούμενο από το β συνθετικό χαρακτηρίζεται από: 1) μεγάλο μήκος, μέγεθος ή ποσότητα (πρβλ. μακραύχην, μακρόθυμος, μακρολαίμης,… … Dictionary of Greek
μακρόρ(ρ)ιν — και μακρόρρις και μακρύριν, ινος, ὁ, ἡ (Μ) μακρύρρινος, μακρομύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + ῥίς, ῥινός, «μύτη» (πρβλ. οξύ ρριν, παχύ ρριν)] … Dictionary of Greek
μακρόρρινος — η, ο (Μ μακρόρρινος και μακρόρινος, ον) αυτός που έχει μακριά ή μεγάλη μύτη, μακρομύτης, ή αυτός που πάσχει από παθολογική μακρορρινία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + ῥίς, ῥινός] … Dictionary of Greek